- ξερόβραχος
- ο1) см. ξεροβούνι; 2) голый, необитаемый остров
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βράχος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 400 μ., 9 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καρυστίας του νομού Ευβοίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στις βόρειες πλαγιές του όρους Όχη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαρμαρίου. Παλαιότερα… … Dictionary of Greek
κατάβραχος — κατάβραχος, ον (Μ) (για τόπους) γεμάτος βράχια, βραχώδης. επίρρ... κατάβραχα πάνω στα βράχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βραχος (< βράχος), πρβλ. ανεμό βραχος, ξερόβραχος] … Dictionary of Greek
Μπενέκος, Ιωάννης — (Χουλιαράδες Ιωαννίνων 1910 –). Νομικός, ιστορικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, αρχικά στη Θεσσαλονίκη και, στη συνέχεια, στην Αθήνα. Παράλληλα ασχολήθηκε και με την… … Dictionary of Greek